στήνω

στήνω
και στένω και σταίνω Ν
1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας»)
2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες»)
3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία»)
4. ετοιμάζω, οργανώνω («ο σκηνοθέτης έστησε μια όμορφη θεατρική παράσταση»)
5. (σχετικά με μηχανήματα) συναρμολογώ και θέτω σε λειτουργία («στήνω τον αργαλειό»)
6. μτφ. κάνω κάποιον να περιμένει σε συνάντηση που όρισα μαζί του («με έστησες μια ώρα»)
7. μέσ. στήνομαι
α) σηκώνομαι όρθιος («στήθηκε μεμιάς και χύμηξε πάνω του»)
β) στέκομαι για πολλή ώρα όρθιος
8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στημένος, -η, -ο
μτφ. προσποιητός, φτειαχτός ή επιτηδευμένος («μού φάνηκε πολύ στημένο το χαμόγελό του»)
9. φρ. α) «στήνω ενέδρα [ή καρτέρι]» — ενεδρεύω
β) «στήνω παγίδα [ή ξόβεργα]» — παγιδεύω
γ) «στήνω καβγά» — διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι
δ) «στήνω χορό, γλέντι» — αρχίζω να χορεύω, να γλεντώ
ε) «στήνω αφτί» — κρυφακούω
στ) «στήνω μηχανή»
μτφ. εξαπατώ
ζ) «αγώνας στημένος» — αγώνας τού οποίου η έκβαση έχει συμφωνηθεί από πριν, αλλ. αγώνας σικέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίστημι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στήνω — στήνω, έστησα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στήνω — έστησα, στήθηκα, στημένος 1. ορθώνω κάτι, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο: Έστησαν χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μέση του σαλονιού. 2. συναρμολογώ: Έστησαν τις μηχανές στο εργοστάσιο. 3. «Στήνω ενέδρα», ενεδρεύω. «Στήνω καβγά», καβγαδίζω. 4. μτφ., αφήνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθοστήνω — στήνω κάτι όρθιο …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… …   Dictionary of Greek

  • λοχώ — (I) λοχώ, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ ώ, μορφ ώ)]. (II) λοχῶ, άω (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω… …   Dictionary of Greek

  • μεταπήγνυμι — (Α) ιδρύω ή στήνω σε κάποιο άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πήγνυμι «στήνω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

  • περισκηνώ — (I) άω ή έω, Α στήνω σκηνές γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ (< σκηνή]. (II) όω Α σκεπάζω κάτι με ύφασμα σαν με σκηνή («φάρος [(=άροτρο] περιεσκήνωσεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ / όω «στήνω σκηνή»] …   Dictionary of Greek

  • προλοχίζω — Α 1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.) 2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως 3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”